- λιθοθάμνιο
- (Lithothamnion). Γένος απολιθωμένων κρυπτογαμικών φυτών της οικογένειας των κοραλλιονιδών, της ομοταξίας των ροδοφυκών. Περιλαμβάνει φύκη των αβαθών θαλασσών, τα οποία εμφανίστηκαν κατά την ιουρασική περίοδο. Το λ. αριθμεί περίπου 120 είδη, τα οποία φυτρώνουν πάνω σε βράχους ή στον πυθμένα των θαλασσών. Τα φύκη αυτά έχουν κόκκινο ή ρόδινο χρώμα, γιατί περιέχουν τη χρωστική φυκοερυθρίνη. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η ιδιότητα της απασβέστωσης του θαλλού τους, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό παχιών ασβεστολιθικών στρωμάτων που συχνά εκλαμβάνονται εσφαλμένα ως κοράλλια ή ως εξογκώματα των βράχων. Στη Βρετανία και στην Ιρλανδία τα λ. χρησιμοποιούνται ως λίπασμα με την ονομασία κοραλλιογενής άμμος. Απολιθώματα λ. έχουν βρεθεί και στην Ελλάδα.
* * *τογένος ροδοφυκών τής οικογένειας corallinaceae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lithothamnion < νεολατ. lithothamnion < litho- (< λιθ[ο]-*) + thamnion (< θάμνος)].
Dictionary of Greek. 2013.